συμπελτάζομαι

συμπελτάζομαι
Α
υπηρετώ ως πελταστής μαζί με κάποιον
2. είμαι οπλισμένος όπως ο πελταστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πελτάζω, -ομαι (< πέλτη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”